ἀποικισεῖ

ἀποικισεῖ
ἀποικίζω
send away from home
fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀποικίζω
send away from home
fut ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀποικίζω
send away from home
fut ind mid 2nd sg (doric)
ἀποικίζω
send away from home
fut ind act 3rd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀποικίσει — ἀποίκισις leading out a colony fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποικίσεϊ , ἀποίκισις leading out a colony fem dat sg (epic) ἀποίκισις leading out a colony fem dat sg (attic ionic) ἀποικίζω send away from home aor subj act 3rd sg (epic) ἀποικίζω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αινεία — Αρχαία πόλη της δυτικής Χαλκιδικής (Κρουσαίας ή Κρουσίδας), που είχε χτιστεί από τον Αινεία και τα πληρώματα του στόλου του, όταν αποβιβάστηκαν εκεί μετά την άλωση της Τροίας. Είχε κατασκευαστεί στο μέρος αυτό και τρωικός ναός, όπου λατρευόταν,… …   Dictionary of Greek

  • Γουαδελούπη — Έκταση: 1.780 τ. χλμ. Πληθυσμός 435.739 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπας Τερ.Αρχιπέλαγος εννέα νησιών στην ανατολική Καραϊβική θάλασσα, που αποτελεί γαλλικό υπερπόντιο έδαφος. Η συνολική έκταση των νησιών είναι 1.780 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 435.739… …   Dictionary of Greek

  • Καμπότο ή Κάμποτ — (Caboto ή Cabot). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών θαλασσοπόρων. 1. Τζοβάνι (Giovanni, 1450; – 1498). Γεννήθηκε πιθανότατα στη Γένοβα, αλλά πολιτογραφήθηκε στη Βενετία (μεταξύ 1471 και 1473) όπου και εργάστηκε ως έμπορος μπαχαρικών. Το 1490 μετέβη στη… …   Dictionary of Greek

  • Οινοπίων — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Χίου, γιος του Διόνυσου, ή κατ’ άλλους, του Θησέα και της Αριάδνης. Καταγόταν από την Κρήτη, και ο Ραδάμανθης του προσέφερε τη Xίo για να την αποικίσει. Ο O., που είχε μάθει από τον πατέρα του την αμπελουργία και… …   Dictionary of Greek

  • Ρόζενμπεργκ, Άλφρεντ — (Rosenberg, 1893 – 1946). Γερμανός πολιτικός και θεωρητικός του ναζισμού. Γεννήθηκε στην Εσθονία και σπούδασε αρχιτεκτονική στη Ρίγα και στη Μόσχα. Μετά την ήττα της Γερμανίας στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, εγκαταστάθηκε στη Γερμανία. Ο Ρ., που έζησε… …   Dictionary of Greek

  • Ρόλι, σερ Γουόλτερ — (Raleigh, Χέις, Ντέβονσαϊρ 1552 – Λονδίνο 1618). Άγγλος θαλασσοπόρος και συγγραφέας. Αντιναύαρχος και διοικητής της σωματοφυλακής της βασίλισσας Eλισάβετ, στάλθηκε στον Νέο Κόσμο με τη διαταγή να αποικίσει τα βορειοαμερικανικά εδάφη που… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”